ἄστικτος

ἄστικτος
ἄστικτος
not marked with
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άστικτος — η, ο (Α ἄστικτος, ον) [στίζω] αυτός που δεν έχει διακοσμηθεί με στίγματα, με τατουάζ νεοελλ. αυτός που δεν έχει σημεία στίξης αρχ. (για αγρό ή κτήμα) εκείνος που δεν είναι υποθηκευμένος …   Dictionary of Greek

  • ἄστικτον — ἄστικτος not marked with masc/fem acc sg ἄστικτος not marked with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστιγμάτιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει στίγματα, άστικτος: Ήταν ο μόνος στο καράβι που είχε τα χέρια του και το στήθος του αστιγμάτιστα. 2. αυτός που δε στιγματίστηκε ηθικά, ακηλίδωτος: Στο τέλος δεν έμεινε κι εκείνος αστιγμάτιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”